- οὐρηρός
- οὐρηρός, zum Urin gehörig, ἀγγεῖον, Nachtgeschirr, Uringefäß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουρηρός — οὐρηρός, ά, όν (Α) (συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
οὐρηρόν — οὐρηρός urinary masc acc sg οὐρηρός urinary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηροῦ — οὐρηρός urinary masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek